- κιργίσιος
- α, ο киргизский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Κιργίσιος — ο, θηλ. Κιργισία και ισία ο κάτοικος τής Κιργισίας ή ο καταγόμενος από αυτήν … Dictionary of Greek